Όταν περνάει το φως μέσα από αυτές τις διατάξεις, διαθλάται και διαχέεται κατά τυχαίες διευθύνσεις, με αποτέλεσμα η επιφάνεια του ορυκτού, να εμφανίζει την σπάνια εναλλαγή των διάφορων χρωμάτων που ιριδίζουν.
Ο Πλίνιος στο περίφημο βιβλίο του «Historia Naturalis» περιγράφει πολύ ωραία το πολύτιμο λίθο opalus: «έχει μέσα του μία φωτιά πιο ήπια από του ρουμπινιού, φαίνεται ακόμα το λαμπερό μωβ του αμέθυστου, υπάρχει το γαλαζοπράσινο του σμαραγδιού, και όλα λάμπουν σε μια απίστευτη ενότητα. Κάποιες από τις αστραποβόλες λάμψεις του ανταγωνίζονται όλα τα χρώματα του ζωγράφου, και κάποιες άλλες το χρώμα της φλόγας από το θειάφι που καίγεται, όταν ζωηρεύει από το λάδι».
Ετυμολογικά η λέξη οπάλιος θεωρείται ότι προέρχεται από την αρχαία Σανσκριτική λέξη upala που σημαίνει λίθος. Στα χρόνια του μεσαίωνα ο οπάλιος είχε την ονομασία ophthalmios (οφθάλμιος) ή lapis ophthalmius. Η ονομασία αυτή δόθηκε διότι οι άνθρωποι τότε είχαν την απίστευτη δοξασία ότι τα χρώματα του οπάλιου προέρχονταν από τις κόρες των οφθαλμών μικρών παιδιών.
Η καλή ποιότητα του οπάλιου είναι περιζήτητη και ανέκαθεν χρησιμοποιείτο στην κοσμηματοποιία. ( Στην Ελλάδα νομίζω δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης). Οι Ρωμαίοι εξόρυσσαν οπάλιο από την περιοχή της Τσεχίας, και κατά τον μεσαίωνα λειτουργούσαν ορυχεία οπάλιου στην περιοχή Cernowitz της Ουγγαρίας. Οι Αζτέκοι επίσης τον χρησιμοποιούσαν για στολισμό τους και σε θρησκευτικές τελετές.
Ο οπάλιος έχει σκληρότητα 6 και ειδικό βάρος 2,2.και έχει την ιδιότητα να αφυδατώνεται. Το νερό δηλαδή που υπάρχει στην μάζα του, εξατμίζεται. Η εξάτμιση αυτή γίνεται βέβαια με πολύ αργούς ρυθμούς. Ο αφυδατωμένος οπάλιος, σε πρώτη φάση γίνεται εύθρυπτος, και στη συνέχεια με την παρέλευση πολλών χρόνων χάνει τα χρώματά του. Κάποιος που κατέχει ένα ακριβό κομμάτι οπάλιου και φιλοδοξεί να το κληροδοτήσει στους απογόνους του, πρέπει να το φυλάει μέσα σε κλειστό κουτί με υγρασία Κάποια ορολογία που μπορεί να συναντήσουμε σχετικά με τον οπάλιο, είναι η ακόλουθη: