Το κορούνδιο δεν μπορούσε να μείνει απ’ έξω απ’ αυτό κλίμα, καθώς οι θρύλοι και οι παραδόσεις με τις οποιές σχετίζεται είναι πάρα πολλοί.
Οι Ινδοί το ονόμαζαν Ρουμπίνι (ρανταράγια), δηλαδή βασίλισσα των πολύτιμων λίθων και θεωρούσαν πως μέσα του σιγοκαίει μια αένεη φλόγα. Μάλιστα πίστευαν πως αν τοποθετούσαν ένα ρουμπίνι σε νερό, θα μπορούσε να το ζεστάνει. Αποτελούσε βασιλικό σύμβολο και συνίθιζαν να το προσφέρουν σε θεότητες για τη λατρεία του Κρίσνα, επείδη πίστευαν πως μπορούσαν να ξανναγενηθούν ως δυναμικοί αυτοκράτορες.
Το ρουμπίνι, ένεκα της σκληρότητάς του, αλλά και της ιδιότητάς του να μην οξειδώνεται ούτε και να προσβάλλεται από οξέα, χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ωρολογοποιία, στη συγκράτηση αξόνων στήριξης καθώς και λόγω του ειδικού βάρους του στην κατασκευή άλλων λεπτών μηχανών ακριβείας, όπως π.χ. χρονόμετρα πλοίων.
Συνθετικά ρουμπίνια παράγονται από το 1837, όταν ο Γκαουντίν σύντηξε αλουμίνα με λίγο χρώμιο σε υψηλές θερμοκρασίες. Το 1846, ο Ζαν- Ζόσεφ Έλντεμαν κατασκεύασε ζαφείρια με την σύντηξη αλουμίνας και βορικού οξέως. Συνθετικά ρουμπίνια σήμερα κατασκευάζονται με μια μέθοδο που εφευρέθηκε από τον Βερνεουίλ, ο οποίος σύντηξε BaF2 και Al2O3 μαζί με διάπυρο χρώμιο. Ο Βενρεουίλ άρχισε την εμπορική παραγωγή συνθετικών ρουμπινιών το 1903. Το συνθετικό ρουμπίνι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί από μη-ειδικό. Ορυκτά τα οποία έχουν το ίδιο χρώμα με το ρουμπίνι είναι ο κόκκινος σπινέλιος, ο κόκκινος τουρμαλίνης, ο πυρωπός γρανάτης και το τοπάζι, που αναλογικά έχουν μικρότερη αξία ως ημιπολύτιμοι λίθοι.
Το ζαφείρι είναι πέτρα της ψυχής και του φθινωπόρου και είναι η γεννέλθια πέτρα του Σεπτεμβρίου. Οι αρχαίοι πίστευαν πως ήταν προικισμένο να τους προστατεύει από τα κακόβουλα πνεύματα. Οι κάτοικοι της Κεϋλάνης το χρησιμοποιήσαν ως αντίδοτο για τη μαγεία.
Είναι πρωτογενές συστατικό εκρηξιγενών συνήθως πετρωμάτων και εμφανίζεται επίσης σε διάφορους σχιστόλιθους και μεταμορφωμένα πετρώματα. Είναι σκληρό ορυκτό, δεδομένου ότι το κορούνδιο είναι το δεύτερο σκληρότερο ορυκτό μετά το διαμάντι (σκληρότητα 9 στην κλίμακα Mohs). Το χρώμα του ποικίλει ανάλογα με την γωνία υπό την οποία παρατηρείται και οφείλεται σε παρουσία μικρών ποσοτήτων σιδήρου και τιτανίου. Συνήθως είναι από ανοικτό έως σκούρο γαλάζιο και μερικές φορές ιώδες. Πάντως, γνωστές ως ζαφείρια είναι και κάποιες άλλες ποικιλίες κορουνδίου με χρώμα καστανό, πράσινο, γκρίζο, πορτοκαλί, κίτρινο αλλά και άχρωμο. Η τελευταία ποικιλία μοιάζει λίγο με το διαμάντι. Τα κουρούνδια με κόκκινο χρώμα ονομάζονται ρουμπίνια.
Τα ζαφείρια με την ονομασία «Αλεξανδρίτες» εμφανίζονται στο φως της ημέρας σαν γαλάζια, ενώ σε τεχνητό φωτισμό έχουν χρώμα ιώδες. Οι γνήσιοι αλεξανδρίτες, ωστόσο, είναι παραλλαγή της χρυσοβηρύλλου.
Τα ζαφείρια με την ονομασία «Αστερίας» έχουν μικρά ρινίσματα ρουτιλίου (TiO2) εσωτερικά και μαζί με επιμήκη κοιλώματα δημιουργούν αστεροειδείς λάμψεις, θεωρούνται δε τα πιο εντυπωσιακά και ακριβά.
Γενικά, τα ζαφείρια που έχουν την μεγαλύτερη εμπορική αξία είναι αυτά που «παίζουν» με τις αποχρώσεις του γαλάζιου.