Ο ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος γράφει πως το όνομα προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη τόπαζος που σημαίνει προς αναζήτηση και είναι το όνομα ενός φανταστικού νησί στην Ερυθρά Θάλασσα. Πρόκειται για το νησί του Αγίου Ιωάννη που έχει μεγάλα κοιτάσματα περιδότου.
Οι κρύσταλλοί του είναι μακροπρισματικοί (στο εγχειρίδιο της «Mineralogical Society of America» αναφέρονται κρύσταλλοι μήκους 1,2 μ. και βάρους εκατοντάδων κιλών). Οι πλευρές του πρίσματος φέρουν έντονο ανάγλυφο, ενώ η απόληξή τους είναι πυραμιδοειδής, εν είδει οροφής. Η κρυσταλλική δομή του τοπαζίου συνίσταται από μια αλυσίδα συνδεδεμένων μη κανονικών οκταέδρων, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται το άτομο του αργιλίου, περικλεισμένο από τέσσερα άτομα οξυγόνου. Κάτω ή επάνω από τα άτομα του αργιλίου βρίσκονται τα άτομα του φθορίου ή τα συμπλέγματα του υδροξυλίου. Οι αλυσίδες αυτές των οκταέδρων συνδέονται μεταξύ τους με τετράεδρα ατόμων πυριτίου. Η δομή αυτή καθιστά το τοπάζιο το σκληρότερο από όλα τα πυριτικά ορυκτά και ένα από τα σκληρότερα υλικά στην Φύση.
Επί σειρά ετών είχε επικρατήσει η εσφαλμένη άποψη πως οποιαδήποτε κίτρινη πέτρα είναι τοπάζι καθώς και ότι το πως το τοπάζι είναι πάντα κίτρινο. Το 1965 όμως βρέθηκε στην Ουκρανία μπλε τοπάζι βάρους περίπου 100 κιλών. Το μουσείο φυσικής ιστορίας της Νέας Υόρκης φιλοξενεί ένα κρύσταλλο τοπαζίου σε χρώμα πορτοκαλί που ζυγίζει περισσότερο από ένα τόνο.
Ανευρίσκεται σε γρανιτικούς πηγματίτες, σε κοιλότητες και φλέβες εντός γρανίτη, ρυολίθου και γρανιτικού πηγματίτη (όξινα πετρώματα). Ανευρίσκεται, επίσης, σε γνευσίους, σχηματιζόμενος από υδροθερμικά μίγματα πλούσια σε πτητικά συστατικά. Είναι, επίσης, προϊόν ισχυρής μεταμόρφωσης ιζηματογενών πετρωμάτων πλούσιων σε αργίλιο και διοξείδιο του πυριτίου που περιέχουν ενώσεις φθορίου. Συνδέεται με τουρμαλίνη,κασσιτερίτη, φθορίτη, απατίτη, βήρυλλο, βολφραμίτη, μολυβδαινίτη και ορυκτά της ομάδας των μαρμαρυγιών.
Το τοπάζι ηλεκτρίζεται με τη θερμοκρασία και την τριβή και παραμένει σε αυτή την κατάσταση για ώρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάποιοι κρύσταλλοι από τη Βραζιλία, θερμαίνονται αργά στους 450 βαθμούς Κελσίου, και ενώ εκείνη τη στιγμή είναι άχρωμοι, όταν επανέρχονται στη φυσική τους θερμοκρασία, έχουν αποχρώσεις του Ροζ.
Μετά από την εμφάνιση της μπλε βηρύλλου στην αγορά το 1973, της οποίας το χρώμα επιτυγχάνεται τεχνητά με ακτινοβολίες «γάμμα», έγινε προσπάθεια να γίνει το ίδιο και με το τοπάζι. Παρόλο που τα φυσικά μπλε τοπάζια βρίσκονται συχνά στη φύση, το χρώμα τους δεν είναι αρκετά βαθύ. Έτσι οι τεχνητά χρωματισμένες πέτρες είναι μια ευχάριστη αίσθηση στις πολύ λίγες διαφανείς μπλε πέτρες που κυκλοφορούν στην αγορά.